χραισμήιον

χραισμήιον
χραισμήιον
means of help
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χραισμήϊον — τὸ, Α μέσο βοήθειας ή θεραπείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. ήϊον, ουδ. τής κατάλ. ήϊος (πρβλ. ἱερ ήϊον)] …   Dictionary of Greek

  • χραισμήια — χραισμήιον means of help neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χραίσμημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [χραισμῶ] χραισμήϊον* …   Dictionary of Greek

  • χραισμήι' — χραισμήια , χραισμήιον means of help neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”